φάσματι

φάσματι
φάσμα
apparition
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεβρούμαι — νεβροῡμαι, όομαι (Α) [νεβρός] μεταβάλλομαι σε νεβρό («κεφαλήν φάσματι νεβρωθεῑσαν», Νόνν.) …   Dictionary of Greek

  • τρυγέρανος — ὁ, Α 1. άγνωστο ζώο ή πτηνό το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, επρόκειτο να σταλεί στον Σέλευκο ως αντάλλαγμα για την τίγρη που αυτός πρώτος είχε στείλει 2. (κατά τον Ησύχ.) «φασματι ἐοικώς». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει προέλθει από ένα… …   Dictionary of Greek

  • φάσματ' — φάσματα , φάσμα apparition neut nom/voc/acc pl φάσματι , φάσμα apparition neut dat sg φάσματε , φάσμα apparition neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”